- μακτρίστρια
- μακτρ-ίστρια, ἡ,A one who dances the μακτρισμός, ib.d (μαρκτυπίας cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μακτρίστρια — μακτρίστρια, ἡ (Α) γυναίκα που χορεύει τον χορό μακτρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μακτρίζω και επίδραση τού μακτρισμός] … Dictionary of Greek